Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2020

Σούσι ρόμποτ 19.) Ο κλείδοφράκτωρ

 Έχεις καταπιέι ένα κλειδί

και περιμένεις να το χέσεις

για να βγεις απ'το κελί σου.


Σε κοιτάμε όλοι.

Πληρώσαμε είσοδο 7 ευρώ

και ήρθαμε να σε δούμε.


"Ο Μάγος Χουντίνι" μας είπανε

"Παράσταση εκλεκτή!"

Είχανε δίκιο.


Είμαστε όλοι μέσα στον αντεστραμμένο καθρέφτη.

Είμαστε τα είδωλά σου.

Ήρθαμε να σε δούμε.


Το να σου πούμε πως δεν υπάρχει κελί

λίγο θα βοηθήσει,

είδωλα είμαστε.


Και για να ρθούμε εκεί 

πρέπει να ρθεις εδώ

γιατ'είμεθα αντανακλάσεις.


Πάλι,

για να σου πούμε "δεν υπάρχει κλειδί''

πρέπει να μας το πεις εσύ

κοιτώντας μας στο στόμα.


Πλάκα δεν έχει;

Δεν είναι θέαμα εκλεκτό;


Τώρα,

να σου φωνάξουμε και την τελική αλήθεια

κι ας το πάρει το ποτάμι;

Εσύ θα τη φωνάξεις

στο αντεστραμμένο σου είδωλο,

περιμένοντας το κλειδί

που έιναι μέσα σου βαθειά,

που με αυτό θα ανοίξεις την πόρτα

απ'το κελί.


Άρα σιωπή.

Σούσι ρόμποτ 18.) Κάρμα

Η ξύλινη ταμπέλα ανέμιζε στο φως:

"Είμαστε εδώ" έγραφε

'"Δε γίνεται αλλίως"


Και η κίνηση της δενόταν με κάτι στο στομάχι,

σάμπως εγώ να έχτιζα τον κόσμο

ή μάλλον,

για να'μαι όσο ειλικρινής μπορώ

κάτι μέσα απο μένα,

το κάτι που έχτισε κι "εμένα".


Όλο το άρωμα ζωής

αναβλύζει κάθε στιγμή

από το ανεκδήλωτο άπειρο.


Τα ποτήρια αναβλύζουν,

οι τοίχοι,

τα χέρια.


"Ποίηση" θα πεις.

"Κάρμα" θα πω ως απάντηση.

Σούσι ρόμποτ 17.) Σημαντασήμαντος

 Κάθε άντρας παράγει 100.000 σπερματοζωάρια το λεπτό.

Καθένα απο αυτά είναι διαφορετικό απο τ'άλλα.

Σε μια ζωή πάνω απο δύο τρις διαφορετικά σπέρμοζωάρια

μόνο απο έναν άνθρωπο.


Τα χέρια που γράφουν είναι μοναδικά σε ολόκληρο το σύμπαν.

Τα μάτια που θα τα διαβάσουν, είναι μοναδικά σε όλο το σύμπαν.


Τώρα βέβαια, όλα αυτά ποιον αφορούν;

ποιος έχει την ανάγκη να είναι μοναδικός;

Σούσι ρόμποτ 16.) Το όνειρο

 Εφτά φορές του ζήτησε

την όγδοη τσ'απάντησε:


Μη με ρωτάς κιολορωτάς

με δάκρυα στα μάτια σου


Μάνα μου είναι ο ουρανός

πατέρας μου ο χρόνος

και αδερφός μου ο άνεμος


Όσο τα στάσιμα νερά 

ζητούν να γίνουνε βροχή

βροχή δε γίνουνται.


Χτυπά η καμπάνα 

κι οι πιστοί

μπαίνουν στην εκκλησιά.

Κι άλλο μετά δεν έχει.


Βγαίνει ο γήλιος

και οι αητοί

βουτούν να πάρουνε νερό.

Κι άλλο μετά δεν έχει.


Αν δε διψάς γιατί να πιεις;

αν δεν πεινάς γιατί να φας;

Αν θες να πας, κοίτα να πας.


Κορδόνια οι δρόμοι μπλέκονται

και γίνονται κουβάρια,

πνιχτή αλήθεια μιας στιγμής,

γίνεται ψέμα μιας ζωής


Απόηχος τα λόγια κι οι καμπάνες

δεμένες κρεμασμένες

πα στο λαιμό του αητού.


Τα μάτια ανοίγει,

το στόμα κλείνει,

το φως του ήλιου μετρά το νέο ρυθμό.

Σούσι ρόμποτ 15.) Καφενείον ''Η Ραμελί''

Μια γλυκιά κυρία η Ραμελί

όλο αγάπη πιάνει τα φλιτζάνια,

σιγομουρμουρά στη ζάχαρη λόγια ήθους

και στον καφέ αυτά που μόνο ξέρει Αυτή.


Στο νερό δε μιλά,

αμίλητο νερό,

ξέρει απο που ήρθε,

και αυτή,

και αυτό.


Κάπως τυχαίνει καμιά φορά,

ένα παράθυρο έξω απ'τον κόσμο.

Όλοι οι πλανήτες μικροί,

τα κβάζαρ, οι γαλαξίες,

σαν παλαμίτσες μικρού παιδιού,

αφήνουν χνάρια στο τζάμι του.


Η Ραμελί γελά

Όχι γενικά, τώρα εννοώ.


Η πιο ωραία γυναίκα.

Όσοι την αγάπησαν πάθαν το θάνατο της αλεπούς!

Τώρα γελούν μαζί της.


Όσοι την αγάπησαν ακόμα πιο πολύ

τους φανερώθηκε ακόμα πιο ωραία,

τόσο που πια τα λόγια ξεφτουν

ακόμα και στην παραδοχή της ανημπόριας τους.


Σαν ένα χνάρι προς το άβατο,

την έκπληξη της παύσης

την απροσδόκητη, ανέλπιστη βασιλεία.


Κάνει δίνη μες την κούπα το κουτάλι.

Πιάνει, τον δίνει με το χέρι το δεξί

κι απο τα χείλη ακούμπισμα

και στο καταπινάρι

φυτρώνουν άνθη, δάση, ελάφια, πεταλούδες

ζώα του εδώ αλλά και του εκεί,

ρέει το υγρό στο σώμα,

μα ρέει και κάτι ακόμα.

Σούσι ρόμποτ 14.) Τωρ

 Φάγαμε όλα τα λεφτά μας στο πήγαινέλα,

αλλά άξιζε τον κόπο.

Τώρα έχουμε δύο τεράστια, χρυσά κέρατα

και ο κόσμος δε μας τρομάζει,

ούτε τον τρομάζουμε


Κι όποιον μας πιάνει απο αυτά

τον γλύφουμε καλοσυνάτα στο πρόσωπο

με την τεράστια μαβιά μας γλώσσα.


Όλα ποθούν ελευθερία,

κι όλα ελευθερία είναι.


Ό,τι είσαι δεν ποθείς;

Σούσι ρόμποτ 13.) Ό,τι κινείται

 Όλοι ρομπότ είμαστε

και τα ρομπότ όντα κι αυτά.


Ρομπότ ο κεραυνός

ρομπότ και όλη η Πλάση


Βρίζουν οι μεν τους δε,

τρυπούν οι δε τους μεν.


Ακούς το βουητό;

Το βόμβο τον ακούς;


Ό,τι σαλπίζει θέλει χωνί

                               πνοή

                       και πάθος

                      και σκοπό

θέλει να γίνεις σαν κι αυτό

για να μη νιώθει μόνο


Σαλπίζω και σαλπίζω

για να μη νιώθω μόνος.


Νιώθεις το βόμβο 

όταν δεν είσαι εκει;


Ή μήπως αυτός σε νιώθει

δια της απουσίας σου;


Πίσω απ'τη ζωή,

στην απουσία σου.


Πίσω απ'τη ζωή,

μέσα στη ζωή,

πέρα απ'τη ζωή,


Ο ΒΟΜΒΟΣ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ

Ο ΒΟΜΒΟΣ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ.

Σούσι ρόμποτ 12.) Λέμε κι εννοούμε

 Λέμε κι εννοούμε τις πράξεις μας.

Την επόμενη στιγμή, 

την επόμενη ανάσα,

χρησμοδοτώντας το άπειρο

με προσμονές,προσβολές και βεβαιότητες.


Ρέει ο καπνός, ρέει η ζωή, ρέουν οι σκέψεις.

Ρέουν τα νερά και ξάφνου όλα παγώνουν.


Το τσιγάρο, ατέλιωτο.

Οι σκέψεις, ακήδευτες.

Άλλο όνειρο, άλλο σεντόνι.


Εκεί που λέγαμε κι εννοούσαμε,

τώρα λέμε και δεν εννούμε,

εννοούμε μα δε λέμε.


Κι αν κάτσεις κάτω

έχει πιο κάτω.

Αν πας πάνω, 

έχει πιο πάνω.

Αν μείνεις, όλο, πανω, κάτω και πλαγίως, άφατο.


Οι κρύσταλλοι που λέγονται στιγμές

οι κώνοι που καλούμε όνειρα

τα σχήματα που γίναν όντα, που έγιναν ιδέες,

που γινήκαν δεκανίκια,

γνωστά,

μετρημένα,

χιλιογνώριμα,

γίνονται άγνωστα.


Φιλιά στο Μύστη,

που έμοιαζε πορτοκαλής

μα που δεν είχε χρώμα.


Φιλιά και στη Μαιρούλα απ'το Λαύριο.

Ο Δημήτρης της αφιερώνει το 

''Δε μ'αγαπάς πια γιατί έγινες καλογριά''

Σούσι ρόμποτ 11.) Πιθάρι απο πλίνθο

 Έχω που λες ένα κατεβατό ιστορίες.

Ητανε κάποτε ένας τσαγκάρης.

Το πρωί ξυπνούσε, φιλούσε τη γυναίκα του,

έφτιαχνε ένα καφέ και πήγαινε κάτω στο μαγαζί του.


Ένα απόγευμα είχε έναν περίεργο πελάτη

που μπήκε μέσα κρατώντας τρία παπούτσια.


Ένα αριστερό,ένα δεξί, κι ένα άλλο.


Ο κυρ Σωτήρης απόρησε μεν , εσιώπησε δε.


Θέλω ,του λέει, να μου βάλεις τακούνια στα παπούτσια μου,

λιώσαν τα παλιά.


Το αριστερό παπούτσι δεν είχε πατηθεί πολύ.

Το δεξί ήταν τελείως λιωμένο.

Το άλλο, έτσι κι έτσι.


Πήρε λοιπόν ο Κύριος Σωτήρης τα παπούτσια ,

έκανε τη δουλειά του,

ενώ ο πελάτης καθόταν σταυροπόδι στο μικρό καναπεδάκι

μπροστά στην είσοδο.

Ήταν ξυπόλητος, αλλά δεν είχε τρία πόδια.


Εδώ που τα λέμε , ο Σωτηρης παραξενεύτηκε,

αλλά ήταν η φύση του τέτοια, δεν το άφησε να φανεί.

Όχι απο φόβο, ούτε απο συστολή.

Απλά, έκανε τη δουλειά του μηχανικά.


Του τα έφτιαξε, τον εχρέωσε μιάμιση φορά παραπάνω,

ο πελάτης τα πήρε, κάθισε, πιάνει το αριστερό , το βλέπει,

''ωραία'' , λέει , και το φοράει.


Ο κυρ Σωτήρης ήταν όλος μάτια. Έβλεπε πλέον απροκάλυπτα.

Πιάνει μετά το δεξί παπούτσι, το βλέπει , ''μια χαρα'' , λέει ,

και το φοράει.


Πιάνει μετά και το τρίτο παπούτσι, το βλέπει, ''πολύ ωραία'', λέει ,

το φοράει, σηκώνεται και φεύγει.


''Ευχαριστώ'', του λέει, καθώς έβγαινε απ'την πόρτα.


''Εγώ ευχαριστώ!'' , λέει ο Σωτήρης.Όποτε χρειαστείς να ξανάρθεις.


''Όποτε χρειαστεί'' , του είπε ο πελάτης και έφυγε.


Ένα παπούτσι αρκούσε για να αλλάξει όλο το σύμπαν που ανέπνεε

ο ''κυρ σωτήρης'' ο ''τσαγκάρης''.

Σούσι ρόμποτ 10.) Προσευχή-η-η

 Καλούμε και παρακαλούμε,

ανθρώπινο είναι.

Μα δες λίγο τον ουρανό.

Δες τα χέρια σου.

Άκου τους ήχους απο τις μηχανές,

τους τριγμούς των παραθύρων.


Απόρησε το δέος, το σφρίγος

το απλόχερο απρόσωπο Είναι που δεν έιναι κι είναι ό,τι φαίνεται.


Μου τα παν τα παιδιά.

Μου τα πανε απλά.

Θέλανε.

Είχαν μεράκι, αγάπη, τσαμπουκά, όχι αστεία.

Είναι απ'αυτά τα παιδιά

που όταν τα βλέπεις ξέρεις πως κάτι έχουμε εδώ.

Εδώ έχει μαγιά.

Εδώ έχει πράμα η ιστορία.

Εδώ και μπούφλες θα πέσουν,

και ''σ'αγαπώ'' αληθινά θα ειπωθούν,

και η αλήθεια τους θα κόβει τα βουνά σα βούτυρο.


Μα δεν υπάρχουν μόνο αυτοί.

Υπάρχουν όλοι.

Άνθρωποι και καφετέριες

και γλάροι και άνεμος.


Για να βγάλεις την καφετιέρα

πρέπει να βγάλεις και αυτόν που την έφτιαξε.


Κι αυτόν για να τον βγάλεις

πρέπει να βγάλεις τους γονείς του.


Ε, και στο τέλος δεν έμεινε κανείς

και όλοι ανταμώσαμε.


Ποιος τσαμπουκας;

Ποια αλήθεια που κόβει σα μαχαίρι;

Ποιος Τίγρης;Ποιος Ευφράτης;

Τι γλάρους μου τσαμπουνας;

Εδώ ανταμώσαμε!

Μετά απο χίλιες χιλιετίες, εκατομμύρια άθλους,

σε αντάμωσα, με αντάμωσες, κι όλα καλά.

Ποτέ δεν κουνήσαμε απ'τη θέση μας.

Σούσι ρόμποτ 9.) Nueva ejercicio

 Δε με βλέπω στον καθρέφτη

να μην ξεχνάω ποιος είμαι.


Κι όταν το κάνω είναι άσκηση.

και παντα χάνω.

Είτε εμένα, είτε το είδωλο.


Κοιτάω τα δόντια, τα μαλλιά,

την όμορφη ειδή.


Το στόμα ανοίγει, γελά

τ'αυτιά ακόυν τον ήχο,

το μυαλό απορεί.


Σαν παιδί που ανακαλύπτει τον κόσμο,

μου είναι πιο έυκολο να δω εσένα χωρίς την ιστορία σου,

παρά εμένα.


Για την ακρίβεια,

μόνο όταν σε δω χωρίς την ιστορία σου, με βλέπω.

Σούσι ρόμποτ 8.) Κοντά στο θέατρο

 Ζω πολύ κοντά στο θέατρο.

Απο τον κήπο μου μπορώ να δω τους ηθοποιούς

να προβάρουν τους ρόλους του.

Μπορώ να δω και τους θεατές.

να προβάρουν και αυτοί τους ρόλους. Του.


Έχουμε δέντρα τριγύρω εδώ.

Ελιές, πεύκους, πλατάνια.

Ετσι, το τοπίο είναι ευχάριστο.

Λοφάκια, ένα όμορφο ποταμάκι,

το θέατρο ανοιχτό,

αφού το βλέπω καθημερινά απο τον κήπο μου.


Πότε μοιάζει σα μια ανοιχτή πληγή,

πότε σα λουλούδι που ανθίζει.

Το ίδιο είναι.

Το ίδιο κάνει.


Τώρα, αν κολλήσουμε στους τύπους,

θα πούμε για την ομορφιά της παράστασης.

Αλλά έτσι θα αφήσουμε απ'έξω

την ομορφιά των καθισμάτων.

Κι αυτά το ρόλο τους παίζουν.

Το ίδιο είναι.

Το ίδιο κάνει.


Ίδιο.

Σούσι ρόμποτ 7.) Κλαίμε στα μέσα

 Κλαίμε οι άνθρωποι στα μέσα μας

κλαίμε το όνειρο που ζεί,

όχι εκείνο που χάθηκε.


Όυτε ένας από το ένα σώμα της ανθρωπότητας

δεν ξεφευγει,

αν πρώτα δεν το δει.


Το Ιερό Απάνθρωπο.


Ιδέες και ιδεάσματα

ιδεασμοί και χτυποστήθια πιστεύω.

''Κοίτα να δεις'', και ''να σου πω...''

Τι θλίψη..

Ούτε θλίψη, τόσο θλιβερό.

Ούτε καταφρόνηση, τόσο αχρείαστο.

Ούτε συμπόνοια, τόσο αθώο.

Ούτε περιφρόνηση, τόσο απλό.


Απλό κι αθώο.

Απλό κι αθώο.


Κλαίμε για να μπορούμε να γελάμε.

Ζητάμε για να χουμε να δίνουμε

παίρνουμε για να χρωστάμε.

Να επιστρέφουμε, κατάλαβες;

Να δευτερολογούμε.

''Κοίτα να δεις'', ''να σου πω...''

Σούσι ρόμποτ 6.) Κίτρινο

 Τα κάτω τρίγωνα μου ψελίζουν ψίθυρους.

Απάνω τους καλπάζω και σβήνω τους τριγμούς.


Όσα για πάντα γύρεψα μια πλάνη

κι εκείνος που τα γύρεψε,

αγέρας πλανιστός

π'ούτε ποτέ του έζησε

ούτε και θα πεθάνει.


Αφ κι αφού κι αφος κι αφετέρου


Για τράβα τώρα πέστο αυτό

σ'όλα όσα ζουν.

Και δες τα λόγια να γίνονται άμμος

και τα παλάτια όλα του νου, στάχτη


Και η αθωότητα που καταλάμπει

όλη την πλάση,

όλη να χύνεται παράδοξα

στα μάτια ενός παιδιού,

σ'ένα σκυλί

σ'ένα ζητιάνο

σ'ένα γλυκό μουνάκι.


Για τράβα τώρα πέστο αυτό,

κι ο Πάνας κι όλοι οι θεοί

ίσως σου δείξουν

ίσως κι όχι

πως στην περατάρικη ζωή ''σου''

την ''περατάρικη'' ζωή

τη ζωή,ΖΩΗ,

ΖΩΗ τιμάς.

Σούσι ρόμποτ 5.) Φάσκω κι αντιφάσκω πλάσμα μετέωρο.

 Στα τρία και στα τέσσερα

δε θα βρεις την πρώτη Αλήθεια.


Στο μηδέν και στο Ένα

όλα είναι ακίνητα.


Το Δύο ένα ασανσέρ

ζευγάρι στο ζευγάρι

αναβαπτίζει και γεννά κόσμους


Ο θεωρός, το θεωρόν.


Κι ο θυρωρός αλλοίθωρος.


Τον έχεις να σου λέει

''Πήγαινε πρώτη πόρτα αριστερά για το γκαραζ''

''Δεύτερο όροφο τρίτο διαμέρισμα στα δεξιά σου,

μένει η κυρα Νταίζη''

''Σ'αυτή να πας, που λέει τον καφέ καλά.

Θα σου πει

και θα μάθεις.''


Και πας.

Για να μάθεις.

Οτι ο κώλος έχει μια τρύπα.

Σούσι ρόμποτ 4.) Λεωρώ και ναίω.

 Άγρυπνο το μάτι του θεού

πλασμένο απο άτσαχα.


Χτυπά την πέτρα και σπιθίζει

και τρέχουν τα μουνιά των γυναικών.


Μια στιγμή μονάχα,

μοναδική,

μοναδικός.


Μια στιγμή.

Η αγκαλιά μου όλη.

Μια στιγμή.


Ααχ πατέρα

αχ μητέρα.

αχ παιδί και συμπεθέρα.


Κάποτε άλλα είχα πει.

Μα τότε δεν ήξερα.

Μα τώρα ξέρω οτι δεν ξέρω.

Σούσι ρόμποτ 3.) Καυσαλής

 Είδα τον Καυσαλή να ανεβαίνει.

Απο τη ρεματιά,

δεν ήρθε απ'το δρόμο.


"Οι δρόμοι είναι για βρωμόπουστες''

για κίβδηλους.

Ποτέ απ'το δρόμο.


Μου το'πε και κρατούσε τσεκούρι.


Και χάραξε στο μέτωπό του

για να πονεσω τον πόνο του

μα να μη φορτωθώ το τραύμα του

αυτό:


Ένα αιμάτινο λουλούδι

που το κατάπινε μια αλεπού.

Μα την αλεπού την κηνυγούσε ένας σταυραετός.

Και τον σταυραετό ο Χάρος.

Και τον Χάρο εγώ.

Κι εμένα Αυτό.


Δεν υπάρχουν πια άνθρωποι σαν κι αυτόν.

Κοιτάζω.

Ψάχνω.

Άγρυπνα.

Αδυσώπητα.

Σκληρά.

Άτεγκτα.

Ασυγχώρητα.


Μια φορά τον βλέπεις τον Καυσαλή

και δεν ξεχνάς.

Κι αν δεν τον δεις,

δε θυμάσαι.


Κι εσύ μου λες για ορτανσίες;

Εντάξει, ωραίες είναι.

Σούσι ρόμποτ 2.) Ποιά

 Λίγα τα μέλη που μειναν 

ακάλυπτα απο μέλι.


Χτυπά,γυρνά, ξαναχτυπά, γυρνά και φεύγει.


Που σ'ήβρε τέτοια ομορφιά

να δειχτείς τέρας στα τερατομούτσουνα;

Εσύ·

Εσύ·


Κι απο μέσα απλώνεις χέρι θεικό

απο κάτω απ'το πουκάμισο

απο κάτω απο το στήθως

απλώνεις μια απαλάμη όσο ο ουρανός


κιολομεμιάς με μια σου τσαλιμιά

με βγάζεις απο μάσκα    

κι ύστερα πάλι- γιατι έτσι-

με ξαναβάζεις.


Να σου δοθω δε γίνεται·

Αυτό όχι.


Κι όπως του δέντρου η φλόυδα

είναι μαζί και ο καρπός του.


Όπως του πατέρα το χάδι

είναι μαζί και του πατέρα του

το πρώτο αντάμωμα με τη γιαγιά σου


Όπως και διότι δηλαδή

ποτέ δε χωριστήκαμε,

η μάσκα που ήμουν , ήσουν.


Κι ο θεατής στο θέατρο γελά,

και κλάιει κι αναχασμάται.

Ονείρατα θυμάται.

Σούσι ρόμποτ 1.) Γυναίκα

 Τι να κάνω; Να ξεσκίσω την καρδιά μου;

Και να αφήσω το αχνό της φάντασμα 

σα μέδουσα 

που σπαρταρά κι αφρίζει

στα αγνά σου πόδια;


Να σου δωρίσω τον πόθο που γεννά

η μυρωδιά του παλμού σου

να το ζήσεις μέσα απο εμένα;

Να δεις πως είναι.


Δεν είμαστε Γυναίκες.

Δεν είμαστε Άνδρες.

Δεν είμαστε πλανήτες

Δεν είμαστε άστρα.


Ηλεκτρικά γεννιόμαστε

ηλεκτρικά σβήνουμε.

Ποιοί;

Εσύ κι εγώ;


Καστανό μαλλί,

γαλάζια κίνηση,

κάτω απ'το δέρμα σου μέλι.

Πάνω απ'το δέρμα μου παγοκρύσταλλοι.

Καθώς στο κρύο σκότος το απροσμέτρητο

και στη βουβή απέραντη σιωπή

ο Ήλιος κεντάει

με πύρινες ακίδες.


Καχ το αυγό και σπάει

λαφ και χύνεται και σπάει πάλι

μ'έναν παφλασμό.


Ο απόηχός του ακόμα και τώρα περιδινίζεται.

Ακόμα και τώρα-αν σωπάσεις-

θα δεις οτι είσαι αυτός,

θα με δεις.

Ποιητική συλλογή: Σούσι ρόμποτ


 

μαέβιους μπρονξ 2.0

Τα μόρια χορεύουν 

τα άτομα

τα κύτταρα δομούνται

σε μια συζυγή αρμονία

που αν κάνεις να κοιτάξεις καλύτερα

ξαφνιάζεσαι.

Πόσος κενός χώρος

κι όμως

κι όμως!

Πόσο γεμάτος.

Σαν όλο αυτό το φάσμα

να φτιάχτηκε για σένα

σα να φτιάχτηκε απο εσένα

σα να μην έγινε κιόλας και κάτι.

Αυτή η πληροφορία

ο Νους που διαμοιράζει

η ουσία που διαμοιράζεται

χωρίς ποτέ να έχει μοιραστεί.

Πάντα περισσεύει κάτι

με έναν παράδοξο τρόπο

μα και

κάθε τι ορίζεται καθ'ολοκληρίαν.

Τέλοσπάντων, 

καταλαβαίνω οτι δε βγάζω νόημα.

Απ'ότι φαίνεται,

και πλήρως ανορθόδοξα,

επέστρεψα!

Ας έχει!