Σάββατο 27 Ιουνίου 2009

Σε χαλάει;

Με τις στραβές δοντάρες μου
δαγκώνω την τσιγαρούκλα μου
και γράφω
καυλωμένος για το κάτι.
Είμαι ένα αχανές πηγάδι με τερατώδεις Τιτάνες.
Άλλος υποφέρει βουβά στα σκοτάδια
κι άλλος δε δίνει δεκάρα
άλλος ξεκαρδίζεται μέχρι σκανδάλου στα γέλια αιώνες τώρα
άλλος αντικρύζει με δέος την αβάσταχτη σοβαρότητα που όλα φέρουν
κι άλλος με τρόμοτρόμοτρόμο.
Άλλος λατρεύει το φυστικοβούτυρο,
άλλος γαμάει δυνατά
κι άλλος δε γαμά καθόλου.
Άλλος γελά συχνά και δυνατά,
κάτι σα βρισιά
σ'αυτό που του τα παίρνει όλα,
Κι άλλος δαγκώνει με λύσσα τα χείλη και τις νύκτες σου
σαν πάνθηρας.
κι αν όλο αυτό σου μοιάζει βαρετό χαζό ξεπερασμένο,
σα νά μπορούσε στ'αλήθεια να συμβαίνει
να'μαι κάτι τόσο όχι απίθανα μοναδικό ,
κάποιος που απλά μιλά για κάτι τόσο κοινότυπα αληθές
όσο οι πολλοί εαυτοί του,
Εγώ είμαι το πηγάδι
Η τρύπα που βαφτίζει με κενό
και κάτω απ'τις μορφές αντικρύζει το άφατο
και όχι,
φυσικά και δέν μπορείς να καταλαβαίνεις τι εννοώ.

Mirror,Mirror...

Ναι καλά...
Όταν σε είδα πρώτη φορά κουβαλούσες ολόκληρο τον ουρανό
με τους πλανήτες,τους Ήλιους και τα διαστημικά σκουπίδια του στην αριστερή σου κωλότσεπη,ήσουν μια έκρηξη ελπίδας ένας κυκεώνας ευκαιρίας,ένα χαοτικό πείραμα υπόσχεσης,έρωτα και γνώσης...Ή έτσι νόμιζες...Ή έτσι νόμισα πως νόμιζες...Ή τέλοσπάντων η κατάσταση ήταν ηλιθιωδώς ανώριμη και όλοι τελικά το είχαμε πάρει πολύ πιο λάθος απ'όσο θα επέτρεπε μια πιο νηφάλια προσέγγιση.Τώρα,τι σου λέω θα μου πείς...
Λέω...
για τα όνειρα που γίναν εφιάλτες,τις νύκτες που γίναν μακρόσυρτες,αυτά που γδέρνουν το κεφάλι σου,τη γελοιότητα σου και για να ξεμπερδεύουμε λέω αυτά με τα οποία θέλω να στολίσω την ζεστή και υγρή βραδιά που βιώνω,δεν έχω κανένα πρόβλημα με εσέ,την ώρα μου περναω βρίζοντας,χλευάζοντας και χαζολογώντας
με την ανίερα
και απελπιστικά
ασφυκτική
μικρή
τοσοδούλικη
τοσοδινολινούλικη
σκατί φυλακή σου.

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2009

Ένας ψύλλος στα πλευρά της κόλασης

Η γνώση του αχανούς χάους
η γωνιά των θλιβερών ανέμων
το θάρρος της εμμονής των αιώνιων παιδιών.

Κι αν είμαι το λιγοθύμισμα των ονείρων
Η φλόγα που αρνείται
Το σαράκι
Κι αν είμαι αυτό που αντίκρυσαν χιλιάδες μάτια
που άγγιξαν πολλά χέρια
ο ιδρώτας στο λαιμό μου που γεύτηκες
τα τραγούδια και τα λόγια που ξέρασα στην πλάση
Ο σκοτεινός βυθός
τούτο το ακατανόητο μπέρδεμα
Κι άν κι άν κιαν είμαι
η ανατριχίλα των στοιχειών
αυτός που δέχθηκε το γρίφο
το παιχνιδάκι της Σφίγγας
ο καταβάτης
ο ερωτευμένος
τούτη
η ανθόμοιρη ομορφιά της ευωδιάς της πλησμονής του κόσμου
που εκρήγνυται εντός μου
ο έκπληκτος παρατηρητής του άφατου
εκείνος που απαξίωσε
όποια τυχαία μοίρα
και σμιλεύει μια αλλόκοτη δική του
που αγναντεύει τις ήττες του
όταν άλλοι νομίζουν πως χαζεύει το παπούτσι του
που σέρνει σταυρούς κοπάδια
όταν άλλοι νομίζουν πως τραγουδάει
Ο θαρραλέος
που διάλεξε να αντικρύσει γυμνές
τις αδυναμίες του
κι ευχαρίστως δέχεται
το τίμημα του πόνου
της δειλίας του.
Αυτός που θέλει να πεθάνει
μονάχα έναν θάνατο
κι όχι ατελείωτους
χυδαίους θανατίσκους;

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2009

Ό,τι εχάθη

Το σώμα της γέρνει στην άβυσσο
ακροβατεί στο χείλος του καταρράκτη
με κοιτά με το θλιμμένο χαμόγελο εκείνου που ξέρει
΄΄ό,τι εχάθη ποτέ πια..
ποτέ πια ό,τι εχάθη δεν...’’

Δε μιλώ.
το στόμα μου το έφραξαν οι βάτοι.

ο,τι κι αν είπαμε ποτέ
αχρείαστο
χυδαίο
αποτρόπαιο

δέξου το ρόδο της θλίψης ,βουβέ άγγελε.
εσύ που δέν κατάλαβες ,ανθισμένο σύννεφο
κατάλαβες τα πάντα.

Angelique

Ούτε σ'αγαπώ ούτε σε μισώ θλίψη παράφορη
Ό,τι κι αν είσαι ,δέν είσαι για μένα.
Εσύ βγήκες απο μυθιστόρημα
Ήρωας αδιάφορος,
βουτηγμένος στα πάθη και στα λάθη.
Ο εγκέλαδος χειμάζει κάτω απ'τα μαλλιά σου.
Δαιμόνισσα και χαραυγή και σπαραγμός και έλκος
Πυορρέουσα ανάγκη που αστράφτει
στα βρεγμένα πλακόστρωτα του Απρίλη,
χτυπώντας τα τακούνια
Με τη θολή ματαιοδοξία εκείνου που ελπίζει..
Μα όταν όλα σβήνουν..
Πές μου, όταν όλα σβήνουν
Στ'αλήθεια δε νιώθεις
το γαμημένο κόμπο που μας πνίγει;

Τι αντίκρυσα όταν σήκωσα τα βρακιά του μυαλού μου

Ω εσύ Γίγαντα της θλίψης
ψέυτη
ποιητή
δολοπλόκε
βαρετέ
αόμματε
οκνέ
φίλε της νύκτας
και μουντέ.
Ω εσύ πληγή..

Τρίτη 23 Ιουνίου 2009

Mήν πιστεύεις στα μεγάλα λόγια

Κουρασμένος
απ’το κυνήγι του εαυτού μου
υπάρχουν ώρες
που δε βρίσκεται γωνιά
για να σταθώ
πουθενά
πουθενά απολύτως
και μένω να κοιτώ
το εξάπλωμα του κενού
ήσυχα να παφλάζει στις παντόφλες μου
στα κορίτσια που περνάνε με τα μουνάκια τους
στους ρόγχους των αυτοκινήτων
στα ηλίθια μούτρα όσων μου ζήτησαν να αλλάξω
πίσω απο τους βολβούς των ματιών μου
κάτω απο το βρακί του θεού
ακόμα κι εκεί
που τα θέλω όλα γεμάτα με νόημα
στην ολόφωτη πορεία μου
ολόγιομο κι αφόρητο
αβάσταχτο
κενο.

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2009

tranquil

Καμμία έμπνευση.
Λασπερή πέτρα κάτω απο μολυβένιο ουρανό.
Τα πρόσωπα αποστρέφονται στο πέρασμα μου.
Όλα με διώχνουν.
Κάποτε ο πάγος της ματιάς μου ρίζωσε
ο φόβος μου δάγκωσε τα σπλάχνα
ενας νεκρός στην παρέλαση των σκιών.
Όλα με διώχνουν σα λεπρό.
Όσο πιο αληθής, τόσο πιο απόκληρος
Όσο πιο γυμνός, τόσο πιο μόνος.
Τόσο μόνος.