Η Κυρα-Σούλα η καημένη είχε μιαν αγάπη.
Το Διονύση.
Αχ, ένα παληκάρι ο Διονύσης...
Είχε μια μουστάκα τρεις παλάμες
και όλα τα κορίτσια του χωριού
όταν τον βλέπαν, κρυφοσβήναν.
Όχι όμως αυτή.
Αυτή δεν κρυφόσβηνε,
αυτή έλιωνε και πλάνταζε.
Στα κρυφά βέβαια. Γυναίκα είναι, όχι γυναικούλα.
Τώρα η Κυρα-Σούλα βρωμάει λουκάνικο,
μαλλιά καροτί
και βρίζει στην ουρά στο ΙΚΑ.
Αλλά τότε, κόμματος...
Τι λυπητερή ιστορία..Α, όχι για τα καροτί μαλλιά, θα δεις παρακάτω....
Κάποτε λοιπόν ο Διονύσης πήγε με το λαούτο του
κάτω απο το σπίτι της και της τραγούδησε.
Ένα βράδυ,
δύο βράδια,
τρία βράδια...
Τι την έπιασε;
Τί είχε στο μυαλο της;
Τι δεν την άφησε να κατέβει κάτω,
κοντά του;
Ήτανε νύχτα,
ήταν καλοκαίρι,
ήταν μια ζωή
ήταν ένα όνειρο.
Κι όλα τ'άλλα θόρυβος,
απλή οχλαβοή,
για τις εντυπώσεις,
τίποτα ιδιαίτερο.
Τις προάλλες λοιπόν
κουβαλούσε βλήτα και πορτοκάλια
και γύρναγε σπίτι απ' τη λαική
όταν τον ειδε πάλι,
τελείως τυχαία....
Και ήταν το ίδιο,
ίδια παιδούλα,
ίδια νύχτα,
όλα ίδια.
Πόσο γελοία μικρή είναι η ζωή μας, σκέφτηκε,
πόσο μικρότερη απο μάς...
Ούτε που ξέρει πως έγινε αυτό
αλλά έτρεξε προς το μέρος του!
Συγγνώμη!Του είπε.
Συγγνώμη
συγγνώμη
συγγνώμη
συγγνώμη
συγγνώμη!
Ο Διονύσης είχε μουστάκι και πουλί τρείς παλάμες.
Και δεν ξέρει τι τον κράτησε
να μη σηκώσει τις δυο του παλάμες
και να τη φασκελώσει.
Ίσως σεβασμός σε όσα ένιωσε γι'αυτήν
ίσως σεβασμός στο ξεγύμνωμα της
ίσως αγάπη
ίσως φόβος
ποιος ξέρει...
Πάντως κρατήθηκε
κι αυτό πρέπει να του το αναγνωρίσουμε.
Τελικά, μετά απο μια παύση λίγο μεγάλη,
χαμογέλασε.
Της έπιασε τα χεράκια,
πλησίασε στο αυτάκι της και της ψιθύρισε: Ξύπνα..
Ξύπνα..
Ξύπνα..
Ξύπνα..
Η Σούλα άνοιξε τα μάτια της,
κάποιος επαιζε μουσική απο κάτω.
Τι όμορφη φωνή,
τι γλυκιά μελωδία...
Γιατί σταμάτησε;;;
Γιατί σταμάτησε;;;;;
Εεεε που πας ρε;;;;;;
Κατέβηκε τρέχοντας,
παντόφλες και όλα λίμπα,
άνοιξε την πόρτα και του φώναξε
καθώς έφευγε.
Εκείνος γύρισε
την κοίταξε
χαμογέλασε, όπως στο όνειρο,
ε, και
τα υπόλοιπα τα ξέρεις..
Το Διονύση.
Αχ, ένα παληκάρι ο Διονύσης...
Είχε μια μουστάκα τρεις παλάμες
και όλα τα κορίτσια του χωριού
όταν τον βλέπαν, κρυφοσβήναν.
Όχι όμως αυτή.
Αυτή δεν κρυφόσβηνε,
αυτή έλιωνε και πλάνταζε.
Στα κρυφά βέβαια. Γυναίκα είναι, όχι γυναικούλα.
Τώρα η Κυρα-Σούλα βρωμάει λουκάνικο,
μαλλιά καροτί
και βρίζει στην ουρά στο ΙΚΑ.
Αλλά τότε, κόμματος...
Τι λυπητερή ιστορία..Α, όχι για τα καροτί μαλλιά, θα δεις παρακάτω....
Κάποτε λοιπόν ο Διονύσης πήγε με το λαούτο του
κάτω απο το σπίτι της και της τραγούδησε.
Ένα βράδυ,
δύο βράδια,
τρία βράδια...
Τι την έπιασε;
Τί είχε στο μυαλο της;
Τι δεν την άφησε να κατέβει κάτω,
κοντά του;
Ήτανε νύχτα,
ήταν καλοκαίρι,
ήταν μια ζωή
ήταν ένα όνειρο.
Κι όλα τ'άλλα θόρυβος,
απλή οχλαβοή,
για τις εντυπώσεις,
τίποτα ιδιαίτερο.
Τις προάλλες λοιπόν
κουβαλούσε βλήτα και πορτοκάλια
και γύρναγε σπίτι απ' τη λαική
όταν τον ειδε πάλι,
τελείως τυχαία....
Και ήταν το ίδιο,
ίδια παιδούλα,
ίδια νύχτα,
όλα ίδια.
Πόσο γελοία μικρή είναι η ζωή μας, σκέφτηκε,
πόσο μικρότερη απο μάς...
Ούτε που ξέρει πως έγινε αυτό
αλλά έτρεξε προς το μέρος του!
Συγγνώμη!Του είπε.
Συγγνώμη
συγγνώμη
συγγνώμη
συγγνώμη
συγγνώμη!
Ο Διονύσης είχε μουστάκι και πουλί τρείς παλάμες.
Και δεν ξέρει τι τον κράτησε
να μη σηκώσει τις δυο του παλάμες
και να τη φασκελώσει.
Ίσως σεβασμός σε όσα ένιωσε γι'αυτήν
ίσως σεβασμός στο ξεγύμνωμα της
ίσως αγάπη
ίσως φόβος
ποιος ξέρει...
Πάντως κρατήθηκε
κι αυτό πρέπει να του το αναγνωρίσουμε.
Τελικά, μετά απο μια παύση λίγο μεγάλη,
χαμογέλασε.
Της έπιασε τα χεράκια,
πλησίασε στο αυτάκι της και της ψιθύρισε: Ξύπνα..
Ξύπνα..
Ξύπνα..
Ξύπνα..
Η Σούλα άνοιξε τα μάτια της,
κάποιος επαιζε μουσική απο κάτω.
Τι όμορφη φωνή,
τι γλυκιά μελωδία...
Γιατί σταμάτησε;;;
Γιατί σταμάτησε;;;;;
Εεεε που πας ρε;;;;;;
Κατέβηκε τρέχοντας,
παντόφλες και όλα λίμπα,
άνοιξε την πόρτα και του φώναξε
καθώς έφευγε.
Εκείνος γύρισε
την κοίταξε
χαμογέλασε, όπως στο όνειρο,
ε, και
τα υπόλοιπα τα ξέρεις..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου