Ο κόσμος γυρίζει γύρω απο εμένα.
Κανείς πιο δω,κανείς πιο κει
τίποτα.
Αυτά.
Ό,τι λες και κάνεις με αφορά.
Έχεις κανένα πρόβλημα;
Μου είπε.
Όχι βέβαια!Απάντησα!
Τι λόγος μου πεφτει εμένα;
Απο πίτα που δεν τρως τι σε μέλλει κι αν καεί,
που λέει κι ο λαός.
Και λάκισα,
χωρίς πολλά-πολλά.
Ο καθαρός αερας έλουζε το πρόσωπο μου,
έτρωγα χοντρές μπουκιές κρύου αέρα
και αυτό με γέμιζε χαρά,
έτσι που, δε γαμιέται,
γύρισα ξανά τα μπρος πίσω.
Αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά, φαινόταν.
Είχε θυμώσει μαζί μου;Τι ήταν αυτό τώρα πάλι;
Γιατί γύρισα ο μαλάκας;
Όπως με είδε να πλησιάζω έσκυψε
έβγαλε το ένα τακούνι
και με πήρε στο κηνύγι
κάνοντας κουτσό!Χάχαχαχ!Ρε γαμώ την τρέλα μου!
Μωρή! Άσε κάτω το τακούνι!
Λογικέψου!
Μου κάρφωσε μια στα μαλακά
που με άφησε σέκο!
Θα σου σπάσω τα μούτρα μωρή κάργια..ψέλλισα...
Τιιιι;;;Γκρρράαου!!!Τακουνιά χειρουργικής ακρίβειας
στο δόξα πατρί.
Όταν άνοιξα τα μάτια,
εκείνη έβαφε τα χείλη της.
Κρατούσε στο αριστερό χέρι το καθρεφτάκι της
και στο δεξί το κραγιόν.
Ήταν όμορφη η πουτάνα..
Όταν τελείωσε
έβαλε με γρήγορες σπασμωδικές κινήσεις
τα σύνεργα στην τσάντα της.
Τώρα θα μ'ακούσεις.. είπε.
Ήταν εκεί,
απο πάνω μου,
φωνάζοντας
για διάφορα
ασύνδετα και
κουλουβάχατα,
φώναζε και μ'έσπρωχνε
και μ' έβριζε.
Τσέκαρα διακριτικά.
Τουλάχιστον φορούσε τα τακούνια της. Δόξα τω θεώ...
Και μύριζε ωραία.
Μου είπε για την αγάπη
και τι τομάρι που ήμουν
τι τελειωμένο κατακάθι
τι βρώμικη φάρα
και πως δεν είχα ιδέα απο αυτά,
άσχημα λόγια...
Όποτε νομιζα οτι τελείωσε
πηγαινα να μιλήσω,
αλλά δεν της άρεσε αυτό,
οπότε μόκο.
Ήθελα απλά να τη ρωτήσω γιατί με βρίζει,
αλλά δε φτάσαμε ποτέ ως εκεί.
Απλά μ'εβριζε.
Τι συμπέρασμα να έβγαζα το καημένο;
Εντάξει, εδώ που τα λέμε
θα είχε κι αυτή τα δίκια της που"Με ακούς ρε ΜΜΑΛΑΚΑΑΑ;;;;;"
Ναι κοριτσάρα μου σε ακούω,σκέφτηκα
αλλά δεν το είπα,
απλά έκανα νεύμα
να μην την ταράξω
και συνέχισα να μην την ακούω.
Μόνο την έβλεπα.
Έβλεπα και δε χόρταινα.
Τις φλεβίτσες στους κροτάφους της,
το σκληρό πρόσωπο,
τις απαλές γραμμές του κορμιού της παρόλη την ένταση,
τα αυστηρά της χέρια που δε σταματούσαν στιγμή
καθως τινάζονταν και δείχναν
πότε εμένα, πότε τον ουρανό, πότε το δρόμο.
Κι απο πίσω της δύο τεράστια λευκα φτερά αγγέλου.
Εδώ είμαστε, σκέφτηκα...Η τακουνιά την έκανε τη δουλειά της...
Έχουμε και οπτασίες τώρα....
Αυτή με έβριζε
μου φώναζε,
μ' έσπρωχνε,
μα τα φτερά της με αγκαλιάζαν,
τεράστια και λευκά,
και στην παραμικρή μου κίνηση
αυτά ήταν εκεί και με ακολουθούσαν,
ότι κακό πήγαινε να με πλησιάσει
αυτή το έδιωχνε,
χωρίς πολλά-πολλά,
τα φτερά της με προστάτευαν
και με χάιδευαν.
Τι να πίστευα; Αυτό που έβλεπα ή αυτό που άκουγα;
Εσύ;
Τι θα πίστευες;
Χάιδεψα τα φτερά της κι εγώ με τρόπο
και αυτά μου το ανταποδώσανε,
αρκετές φορές,
σα να μου λέγαν, μην ακούς σε παρακαλώ,
μόνο κοίτα, κοίτα!
Όταν επιτέλους το βούλωσε,
ξερόβηξα.
Αχχμμμ...μπορώ;Είπα.
Μμ!Μού κανε.
Της είπα το λοιπόν:
"Όλα σου τα λόγια είναι χωρίς νόημα.
Είναι όλα ψέμματα
και ίσως ήρθε η ώρα να πεις την αλήθεια στον εαυτό σου.Και σ΄εμένα".
Αυτό ήταν όλο.
Τρία λογάκια είπα το φτωχό!
Τότε, εκείνη,
με μία έκφραση γνήσιας απόγνωσης,
σήκωσε το πρόσωπο της προς τον ουρανό
και μετά βουρ για το τακούνι.
Τώρα το πράμα όμως είχε χοντρύνει,το ξερα.
Έπρεπε να σωθώ!
Ώχ!Οι μπάτσοι!Φώναξα έντρομος!
Πού; είπε το χτικιό!
και με το που γύρισε αριστερά
έτρεξα απο τα δεξιά δίχως αύριο!
Αλλά ήταν σβέλτη σαν ιαγουάρος η γάμια!
Όχι!Όχι!Εντάξει, συγγνώμη! Κατσε μισό λεπτό!
Σσσχίιςς!Ξυστά στο σβέρκο μου!Κάτσε μωρή!
Μισό να εξηγήσω!
Σσσσάου!
Κάτσε μωρή τρελή!
Γουάμμμ!!!
Να μαστε λοιπόν στην πλατεία μαβίλη
εγώ μπροστά,
εκείνη απο πίσω
και τα περιστέρια να απορούν,
τρώγωντας σουσάμι
χοντρα και στρουμπουλα
γκρίζα και μαλακισμένα,
αλλά σίγουρα δικαίως απορημένα...