Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

Νούμερο Πέντε : Τσεκ! Άντε, και πως είπαμε τις λένε τις κότες;

Είναι αυτός ο μύθος,
του Ηρακλή
που πήγε και καθάρισε
τους στάβλους.
Τριάντα χρόνια βρώμικοι έτσι;
Δηλαδή,
άκου τώρα τι είπαν τα τούμπανα...
Τι διάολο,
διαστημόπλοια ήταν ρε πούστη μου;

Τέλοσπάντων,
πάει ο Ηρακλής,
μπρατσαράς,
ημίθεος,
σούπερήρωας,
να καθαρίσει τους στάβλους.
Χά!
Που δεν ήταν καν δικοί του!
Του Αυγεία του βρωμύλου ήτανε!
(Ρε δεν παίζονται οι τύποι λέμε!)

Αλλά ας τα πάρουμε
τα πράματα από την αρχή.

Πάει λοιπόν στον Αυγεία και του λέει:

"Κοίτα, εγώ θα στα καθαρίσω όλα σε μία μέρα
αλλά κι εσύ θα με πληρώσεις,
ειδάλλως
οι μπούφλες
θα πέσουνε βροχή
καλέ μου Αυγεία..."

"Ναι, ναι ρε φίλε! Τι; Μαλακίες θα λέμε τώρα;"

"Όχι αλήθεια, μη φάω καμιά πιστόλα"

"Εε ώχου αδερφάκι μου τώρα...Παιδιά είμαστε;"

Και μια και δυο, με το γλυκοχάραμα
παίρνει των ομματιών του
και φτάνει στο στάβλοοο....
Πάει...
πιάνει το χερούλι....
ανοίγει τις πύλες...
και του σκάνε κάτι ντουμάνια...
Αλλά ΚΑΤΙ ντουμάνια....
Χάχαχα, τριάντα χρόνια είναι αυτά!
Τι περίμενες; Λεβάντα και πικραμύγδαλο;

Μέσα στο σκατό λοιπόν,
με τα μουσχάρια τριγύρω
να εξακολουθούν να χέζουν νωχελικά,
τις αγελάδες
με τα μαστάρια τους
να καμπανίζουν πέρα-δώθε
και με τους ταύρους
να βλέπουν το λευκό
άτριχο δερματάκι του
και να σκανδαλίζονται επικίνδυνα....
Δύσκολη πίστα....

Ε, και μπούρου-μπούρου
το σκέφτηκε απο δω,
το πάλεψε απο κει,
τελικά
χρησιμοποίησε το νερό
του Αλφειού και του Πηνειού
και τα κανε όλα λαμπίκο.

Όχι,μισό, εδώ θέλω να το πω,
γιατί με ξύνει:
Ο Ηρακλής ήταν πολύ δυνατός,
από τους θνητούς ο δυνατότερος τότε.
Ήταν μάλιστα τόσο δυνατός,
σπιρτόζος
και παγανόμαγος,
που τη δύναμη του
τη χρησιμοποίησε απλά σαν αγωγό.
Έσκαψε δηλαδή με τις χερούκλες του
ένα τεράστιο αυλάκι
κι άλλαξε τη ροή των ποταμών.
Ειδάλλως,
ακόμα εκεί μέσα θα τανε
να φτυαρίζει
και να ξεφτυαρίζει σβουνιές,
δε πα να τανε ήρωας
δε πα να τανε ημίθεος
δε πα να τανε κι ο Χουλκ ο ίδιος!

Μετά λέει
κατά το βραδάκι,
αφού έχει καθαρίσει,
ικανοποιημένος
και κορδωτός
πάει στον Αυγεία μαας...
Έλα ρε,τον Αυγειούλη μας!
Τ'αδέρφι ρε!
Τ'αδέρφι!

...
.....
.......
.........
............
................
......................
.............................

Αχ! Τόσες τελίτσες.................
Δε μπορεί να προμηνύουν τίποτα καλό!

Τελικά,
ο βλακεντιότατος δεν πλήρωνε.
Άρχισε τις στροφές και τα τσακίσματα
Τα
"κι εγώ δε σού'πα..."
"κι εγώ νόμιζα.."
και τα "να μωρέ, να ανοίξουν οι δουλειές"
καταλαβαίνεις τώρα....

Ε, όπως ήταν φυσικό
άρπαξε μια
μπρατσαράδικη,
ημιθεική,
σουπερηρωική
βροχή από μπούφλες.

ΜΠΡΛΦ!
ΜΠΡΛΦ!
ΜΠΡΛΦ!
ΜΠΡΛΦ!
παύση.

ΜΠΡΛΦ!
ΜΠΡΛΦ!
ΜΠΡΛΦ!
αλλαγή χεριου


ΜΠΡΛΦ!
άπερκατ
ΜΠΡΛΦ!
αεροκλωτσιά
ΜΠΡΛΦ
στουμπηχτή α λα Οβελίξ....
...
.....
........
............
..................
.........................
..................................
.
.
.

Νύχτα....
Οι κουκουβάγιες κάνουν βάου-βάου...
τα τριζόνια κρρρτ-κρρρρτ...
Το φεγγάρι
φωτίζει το δρόμο ανάμεσα στα δέντρα,
ο Ηρακλής βαδίζει εξοργισμένος.
"Άντε με τον παπάρα μωρέ,
τον ελεεινό,
το μπήξα,
το δείξα...".
Ε, εντάξει
εδώ που τα λέμε
κι ο ίδιος ένιωθε λίγο κορόιδο .
Κι όχι τίποτα άλλο,
δε μπορούσε να κάνει κι αλλιώς,
ο χρησμός ήταν χρησμός,
ο καθαρμός, καθαρμός
κι άλλωστε όπως πολύ σωστά λένε,
κάθαρμα και καθαρμός
είναι έννοιες ύποπτα συνδεδεμένες.

Όπως και να'χει,
η ουσία ήτανε πως εκείνος περπατούσε
ζέχνοντας και βρίζοντας
πηγαίνοντας προς τον Ευρυσθέα
που ποιος ξέρει
τι θα του καύλωνε αυτή τη φορά
να τον βάλει να κάνει.

Επίσης, η ουσία ήτανε
πως βρισκόταν ακόμα στον πέμπτο άθλο,
νιώθοντας πιο μαλάκας από ποτέ.

Και κυρίως
η πιο ουσία απο τις ουσίες ήτο
πως είχε μπροστά του ακόμα
εφτά
ανυπόφορους
μπαμπάτσικους
κι εξοργιστικά δύσκολους άθλους!!!
Χάχαχαχαχαχα!!!!

"Δε μας γαμάς ρε πατέρα;"
Είπε, μόλις τα σκέφτηκε όλα αυτά.

Τότε ξαφνικά φίλοι μου,
ποιος ξέρει από ποια πρωτόγονη παρόρμηση
ή από ποια αλλόκοτη σύμπτωση,
ένα κανελί αγριοκάτσικο
που στεκόταν σε ένα βραχάκι στην άκρη
μασουλώντας αργά τα φυλλαράκια του,
τσούουπ!
πηδάει στη μέση του δρόμου,
γυρίζει,
τον κοιτάζει
και με όλη την απάθεια
που άρμοζε στην περίσταση
του απαντά:

"Μπέ-ε-εεε"..

Έτσι λοιπόν ο ηρωάς μας,
αφού πρώτα του ριξε μια βλαστήμια
κι αφού έπειτα προσπάθησε
να το πιάσει το κωλόπραμα
κι εκείνο χάθηκε
χοροπηδηχτό-χοροπηδηχτό στους αγρούς,
συνέχισε κι αυτός το δρόμο του προς το παλάτι,
ζοχαδιασμένος με τη μαλακία
που δέρνει τον κόσμο,
τη μαλακία που δέρνει κι εκείνον,
τη μαλακία σαν ιδέα γενικά!